- περόνη ασφαλείας
- Μηχανολογικό εξάρτημα από λεπτό χαλύβδινο (ή άλλου μετάλλου) σύρμα εξέλασης, αναδιπλωμένο γύρω από τον εαυτό του ώστε να σχηματίζει μικρό δακτύλιο στο ένα άκρο του. Τοποθετείται στα άκρα πείρων, για να εμποδίζει την ολίσθησή τους από τις έδρες ή τη χαλάρωση ενός κοχλία, που ασφαλίζεται με περικόχλιο. Για τον σκοπό αυτό, ο κοχλίας είναι διαμετρικώς διάτρητος πάνω από το περικόχλιο· στην οπή περνά η π. που στερεώνεται με το άνοιγμα των άκρων, τα οποία είναι αντίθετα προς το δακτύλιο.
Περόνη τοποθετημένη σε κοχλία και σφιγμένη με περικόχλιο για να εμποδίσει τη χαλάρωση.
Dictionary of Greek. 2013.